υπάλπειος

υπάλπειος
-εία, -ον Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις Άλπεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπαλπεία
(ενν. χώρα) το τμήμα τής Ιταλίας που βρίσκεται κάτω από τις Άλπεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + Ἄλπεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπαλπείαν — ὑπαλπείᾱν , ὑπάλπειος under the Alps fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”